Definify.com
Definition 2024
απεγκατάσταση
απεγκατάσταση
Greek
Noun
απεγκατάσταση • (apenkatástasi) f (plural απεγκαταστάσεις)
Declension
declension of απεγκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απεγκατάσταση | απεγκαταστάσεις |
genitive | απεγκατάστασης / απεγκαταστάσεως | απεγκαταστάσεων |
accusative | απεγκατάσταση | απεγκαταστάσεις |
vocative | απεγκατάσταση | απεγκαταστάσεις |