Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
απεγκατάστασης
απεγκατάστασης
Greek
Noun
απεγκατάστασης
•
(
apenkatástasis
)
f
Genitive
singular
form of
απεγκατάσταση
(
apenkatástasi
)
.
Similar Results