Definify.com
Definition 2025
απερίσκεπτος
απερίσκεπτος
Greek
Adjective
απερίσκεπτος • (aperískeptos) m (feminine απερίσκεπτη, neuter απερίσκεπτο)
- reckless (headstrong, regardless)
Declension
positive forms of απερίσκεπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απερίσκεπτος | απερίσκεπτη | απερίσκεπτο | απερίσκεπτοι | απερίσκεπτες | απερίσκεπτα |
genitive | απερίσκεπτου | απερίσκεπτης | απερίσκεπτου | απερίσκεπτων | απερίσκεπτων | απερίσκεπτων |
accusative | απερίσκεπτο | απερίσκεπτη | απερίσκεπτο | απερίσκεπτους | απερίσκεπτες | απερίσκεπτα |
vocative | απερίσκεπτε | απερίσκεπτη | απερίσκεπτο | απερίσκεπτοι | απερίσκεπτες | απερίσκεπτα |