Definify.com
Definition 2024
απεργιακός
απεργιακός
Greek
Adjective
απεργιακός • (apergiakós) m (feminine απεργιακή, neuter απεργιακό)
- strike
- Έρχονται απεργιακές ημέρες στο ΕΣΥ! ― Érchontai apergiakés iméres sto ESY! ― Come strike days in the NHS!
- απεργιακός πυρετός ― apergiakós pyretós ― strike fever
Declension
positive forms of απεργιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεργιακός | απεργιακή | απεργιακό | απεργιακοί | απεργιακές | απεργιακά |
genitive | απεργιακού | απεργιακής | απεργιακού | απεργιακών | απεργιακών | απεργιακών |
accusative | απεργιακό | απεργιακή | απεργιακό | απεργιακούς | απεργιακές | απεργιακά |
vocative | απεργιακέ | απεργιακή | απεργιακό | απεργιακοί | απεργιακές | απεργιακά |
Related terms
- see: απεργώ (apergó, “to strike, to withdraw labour”)
External links
- Απεργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el