Definify.com
Definition 2024
απεριόριστος
απεριόριστος
Greek
Adjective
απεριόριστος • (aperióristos) m (feminine απεριόριστη, neuter απεριόριστο)
Declension
positive forms of απεριόριστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριόριστος | απεριόριστη | απεριόριστο | απεριόριστοι | απεριόριστες | απεριόριστα |
genitive | απεριόριστου | απεριόριστης | απεριόριστου | απεριόριστων | απεριόριστων | απεριόριστων |
accusative | απεριόριστο | απεριόριστη | απεριόριστο | απεριόριστους | απεριόριστες | απεριόριστα |
vocative | απεριόριστε | απεριόριστη | απεριόριστο | απεριόριστοι | απεριόριστες | απεριόριστα |
Related terms
- περιοριστικός (perioristikós, “restrictive, limited”)