Definify.com

Definition 2024


αποβιβάζομαι

αποβιβάζομαι

Greek

Verb

αποβιβάζομαι (apovivázomai) (simple past αποβιβάστηκα, active form αποβιβάζω, mediopassive)

  1. disembark, debark
  2. debus, alight

Conjugation