Definify.com
Definition 2025
απογευματινός
απογευματινός
Greek
Adjective
απογευματινός • (apogevmatinós) m (feminine απογευματινή, neuter απογευματινό)
Declension
positive forms of απογευματινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απογευματινός | απογευματινή | απογευματινό | απογευματινοί | απογευματινές | απογευματινά |
genitive | απογευματινού | απογευματινής | απογευματινού | απογευματινών | απογευματινών | απογευματινών |
accusative | απογευματινό | απογευματινή | απογευματινό | απογευματινούς | απογευματινές | απογευματινά |
vocative | απογευματινέ | απογευματινή | απογευματινό | απογευματινοί | απογευματινές | απογευματινά |
Related terms
- απόγευμα n (apógevma, “afternoon”)