Definify.com
Definition 2024
αποδοκιμάζομαι
αποδοκιμάζομαι
Greek
Verb
αποδοκιμάζομαι • (apodokimázomai) (simple past αποδοκιμάστηκα, active form αποδοκιμάζω, passive)
- passive of αποδοκιμάζω (apodokimázo)
Conjugation
αποδοκιμάζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αποδοκιμάζομαι | θα αποδοκιμάζομαι | αποδοκιμαζόμουν, αποδοκιμαζόμουνα |
2nd person | αποδοκιμάζεσαι | θα αποδοκιμάζεσαι | αποδοκιμαζόσουν, αποδοκιμαζόσουνα | |
3rd person | αποδοκιμάζεται | θα αποδοκιμάζεται | αποδοκιμαζόταν, αποδοκιμαζότανε | |
1st person | pl | αποδοκιμαζόμαστε | θα αποδοκιμαζόμαστε | αποδοκιμαζόμασταν, αποδοκιμαζόμαστε2 |
2nd person | αποδοκιμάζεστε, αποδοκιμαζόσαστε1 | θα αποδοκιμάζεστε, αποδοκιμαζόσαστε1 | αποδοκιμαζόσασταν, αποδοκιμαζόσαστε2 | |
3rd person | αποδοκιμάζονται | θα αποδοκιμάζονται | αποδοκιμάζονταν, αποδοκιμαζόντανε, αποδοκιμαζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αποδοκιμαστώ | θα αποδοκιμαστώ | αποδοκιμάστηκα |
2nd person | αποδοκιμαστείς | θα αποδοκιμαστείς | αποδοκιμάστηκες | |
3rd person | αποδοκιμαστεί | θα αποδοκιμαστεί | αποδοκιμάστηκε | |
1st person | pl | αποδοκιμαστούμε | θα αποδοκιμαστούμε | αποδοκιμαστήκαμε |
2nd person | αποδοκιμαστείτε | θα αποδοκιμαστείτε | αποδοκιμαστήκατε | |
3rd person | αποδοκιμαστούν, αποδοκιμαστούνε | θα αποδοκιμαστούν, θα αποδοκιμαστούνε | αποδοκιμάστηκαν, αποδοκιμαστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αποδοκιμάσου | |
2nd person | pl | —3 | αποδοκιμαστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αποδοκιμαστεί, έχεις αποδοκιμαστεί έχει αποδοκιμαστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αποδοκιμαστεί, θα έχεις αποδοκιμαστεί, θα έχει αποδοκιμαστεί, … | |||
Past perfect | είχα αποδοκιμαστεί, είχες αποδοκιμαστεί, είχε αποδοκιμαστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||