Definify.com
Definition 2024
αποικιακός
αποικιακός
Greek
Adjective
αποικιακός • (apoikiakós) m (feminine αποικιακή, neuter αποικιακό)
Declension
positive forms of αποικιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποικιακός | αποικιακή | αποικιακό | αποικιακοί | αποικιακές | αποικιακά |
genitive | αποικιακού | αποικιακής | αποικιακού | αποικιακών | αποικιακών | αποικιακών |
accusative | αποικιακό | αποικιακή | αποικιακό | αποικιακούς | αποικιακές | αποικιακά |
vocative | αποικιακέ | αποικιακή | αποικιακό | αποικιακοί | αποικιακές | αποικιακά |
Related terms
- see: αποικία f (apoikía, “colony”)