Definify.com
Definition 2024
αποξενώνομαι
αποξενώνομαι
Greek
Verb
αποξενώνομαι • (apoxenónomai) (simple past αποξενώθηκα, active form αποξενώνω, passive)
- passive of αποξενώνω (apoxenóno)
Conjugation
αποξενώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αποξενώνομαι | θα αποξενώνομαι | αποξενωνόμουν, αποξενωνόμουνα |
2nd person | αποξενώνεσαι | θα αποξενώνεσαι | αποξενωνόσουν, αποξενωνόσουνα | |
3rd person | αποξενώνεται | θα αποξενώνεται | αποξενωνόταν, αποξενωνότανε | |
1st person | pl | αποξενωνόμαστε | θα αποξενωνόμαστε | αποξενωνόμασταν, αποξενωνόμαστε2 |
2nd person | αποξενώνεστε, αποξενωνόσαστε1 | θα αποξενώνεστε, αποξενωνόσαστε1 | αποξενωνόσασταν, αποξενωνόσαστε2 | |
3rd person | αποξενώνονται | θα αποξενώνονται | αποξενώνονταν, αποξενωνόντανε, αποξενωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αποξενωθώ | θα αποξενωθώ | αποξενώθηκα |
2nd person | αποξενωθείς | θα αποξενωθείς | αποξενώθηκες | |
3rd person | αποξενωθεί | θα αποξενωθεί | αποξενώθηκε | |
1st person | pl | αποξενωθούμε | θα αποξενωθούμε | αποξενωθήκαμε |
2nd person | αποξενωθείτε | θα αποξενωθείτε | αποξενωθήκατε | |
3rd person | αποξενωθούν, αποξενωθούνε | θα αποξενωθούν, θα αποξενωθούνε | αποξενώθηκαν, αποξενωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αποξενώσου | |
2nd person | pl | —3 | αποξενωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αποξενωθεί, έχεις αποξενωθεί έχει αποξενωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αποξενωθεί, θα έχεις αποξενωθεί, θα έχει αποξενωθεί, … | |||
Past perfect | είχα αποξενωθεί, είχες αποξενωθεί, είχε αποξενωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||