Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
απορριμματοφόρου
απορριμματοφόρου
Greek
Noun
απορριμματοφόρου
•
(
aporrimmatofórou
)
n
Genitive
singular
form of
απορριμματοφόρο
(
aporrimmatofóro
)
.
Similar Results