Definify.com

Definition 2024


απορριμματοφόρο

απορριμματοφόρο

Greek

Noun

απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) n (plural απορριμματοφόρα)

  1. dust cart (UK), garbage truck (US)

Declension

Synonyms

Related terms

  • απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros, refuse carrying)