Definify.com
Definition 2025
απορριμματοφόρο
απορριμματοφόρο
Greek
Noun
απορριμματοφόρο • (aporrimmatofóro) n (plural απορριμματοφόρα)
- dust cart (UK), garbage truck (US)
Declension
declension of απορριμματοφόρο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | απορριμματοφόρο | απορριμματοφόρα |
| genitive | απορριμματοφόρου | απορριμματοφόρων |
| accusative | απορριμματοφόρο | απορριμματοφόρα |
| vocative | απορριμματοφόρο | απορριμματοφόρα |
Synonyms
- σκουπιδιάρικο n (skoupidiáriko)
Related terms
- απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros, “refuse carrying”)