Definify.com
Definition 2024
σκουπιδιάρικο
σκουπιδιάρικο
Greek
Noun
σκουπιδιάρικο • (skoupidiáriko) n (plural σκουπιδιάρικα)
- dust cart (UK), garbage truck (US)
Declension
declension of σκουπιδιάρικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκουπιδιάρικο | σκουπιδιάρικα |
genitive | σκουπιδιάρικου | σκουπιδιάρικων |
accusative | σκουπιδιάρικο | σκουπιδιάρικα |
vocative | σκουπιδιάρικο | σκουπιδιάρικα |
Synonyms
- απορριμματοφόρο n (aporrimmatofóro)
Related terms
- see: σκουπίδι n (skoupídi, “rubbish”)