Definify.com
Definition 2024
αποσαφήνιση
αποσαφήνιση
Greek
Noun
αποσαφήνιση • (aposafínisi) f (plural αποσαφηνίσεις)
Declension
declension of αποσαφήνιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσαφήνιση | αποσαφηνίσεις |
genitive | αποσαφήνισης / αποσαφηνίσεως | αποσαφηνίσεων |
accusative | αποσαφήνιση | αποσαφηνίσεις |
vocative | αποσαφήνιση | αποσαφηνίσεις |
Related terms
- αποσαφηνίζω (aposafinízo, “to disambiguate, to clarify”)
See also
- διευκρίνιση (diefkrínisi, “clarification, purification”)