Definify.com
Definition 2024
αποσαφηνίζω
αποσαφηνίζω
Greek
Verb
αποσαφηνίζω • (aposafinízo) (simple past αποσαφήνισα, passive form αποσαφηνίζομαι)
Conjugation
αποσαφηνίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποσαφηνίζω | αποσαφήνιζα | θα αποσαφηνίζω | να αποσαφηνίζω | |
2s | αποσαφηνίζεις | αποσαφήνιζες | θα αποσαφηνίζεις | να αποσαφηνίζεις | αποσαφήνιζε |
3s | αποσαφηνίζει | αποσαφήνιζε | θα αποσαφηνίζει | να αποσαφηνίζει | |
1p | αποσαφηνίζουμε, αποσαφηνίζομε | αποσαφηνίζαμε | θα αποσαφηνίζουμε, αποσαφηνίζομε | να αποσαφηνίζουμε, αποσαφηνίζομε | |
2p | αποσαφηνίζετε | αποσαφηνίζατε | θα αποσαφηνίζετε | να αποσαφηνίζετε | αποσαφηνίζετε |
3p | αποσαφηνίζουν, αποσαφηνίζουνε | αποσαφήνιζαν, αποσαφηνίζαν, αποσαφηνίζανε | θα αποσαφηνίζουν, αποσαφηνίζουνε | να αποσαφηνίζουν, αποσαφηνίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποσαφηνίσω | αποσαφήνισα | θα αποσαφηνίσω | να αποσαφηνίσω | |
2s | αποσαφηνίσεις | αποσαφήνισες | θα αποσαφηνίσεις | να αποσαφηνίσεις | αποσαφήνισε |
3s | αποσαφηνίσει | αποσαφήνισε | θα αποσαφηνίσει | να αποσαφηνίσει | |
1p | αποσαφηνίσουμε, αποσαφηνίσομε | αποσαφηνίσαμε | θα αποσαφηνίσουμε, αποσαφηνίσομε | να αποσαφηνίσουμε, αποσαφηνίσομε | |
2p | αποσαφηνίσετε | αποσαφηνίσατε | θα αποσαφηνίσετε | να αποσαφηνίσετε | αποσαφηνίστε |
3p | αποσαφηνίσουν, αποσαφηνίσουνε | αποσαφήνισαν, αποσαφηνίσαν, αποσαφηνίσανε | θα αποσαφηνίσουν, αποσαφηνίσουνε | να αποσαφηνίσουν, αποσαφηνίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποσαφηνίσει | είχα αποσαφηνίσει | θα έχω αποσαφηνίσει | να έχω αποσαφηνίσει | |
2s | έχεις αποσαφηνίσει | είχες αποσαφηνίσει | θα έχεις αποσαφηνίσει | να έχεις αποσαφηνίσει | |
3s | έχει αποσαφηνίσει | είχε αποσαφηνίσει | θα έχει αποσαφηνίσει | να έχει αποσαφηνίσει | |
1p | έχουμε αποσαφηνίσει | είχαμε αποσαφηνίσει | θα έχουμε αποσαφηνίσει | να έχουμε αποσαφηνίσει | |
2p | έχετε αποσαφηνίσει | είχατε αποσαφηνίσει | θα έχετε αποσαφηνίσει | να έχετε αποσαφηνίσει | |
3p | έχουν αποσαφηνίσει | είχαν αποσαφηνίσει | θα έχουν αποσαφηνίσει | να έχουν αποσαφηνίσει | |
Participle: | αποσαφηνίζοντας | Non-finite ‡ | αποσαφηνίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποσαφήνιση f (aposafínisi, “disambiguation, clarification”)
See also
- διευκρινίζω (diefkrinízo, “to clear, to purify, to clarify”)