Definify.com

Definition 2024


αποστειρώνομαι

αποστειρώνομαι

Greek

Verb

αποστειρώνομαι (aposteirónomai) (simple past αποστειρώθηκα, active form αποστειρώνω, passive)

  1. passive of αποστειρώνω (aposteiróno)

Conjugation