Definify.com

Definition 2024


αποταμίευση

αποταμίευση

Greek

Noun

αποταμίευση (apotamíefsi) f (plural αποταμιεύσεις)

  1. saving, thrift
  2. (plural) savings

Declension

Related terms

see: αποταμιεύω (apotamiévo, to save, to save up)