Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αποταμιεύσεως
αποταμιεύσεως
Greek
Noun
αποταμιεύσεως
•
(
apotamiéfseos
)
f
Genitive
singular
form of
αποταμίευση
(
apotamíefsi
)
.
Similar Results