Definify.com
Definition 2024
αποταμιεύομαι
αποταμιεύομαι
Greek
Verb
αποταμιεύομαι • (apotamiévomai) (simple past αποταμιεύτηκα or αποταμιεύθηκα, active form αποταμιεύω, passive)
- passive of αποταμιεύω (apotamiévo)
Conjugation
αποταμιεύομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αποταμιεύομαι | θα αποταμιεύομαι | αποταμιευόμουν, αποταμιευόμουνα |
2nd person | αποταμιεύεσαι | θα αποταμιεύεσαι | αποταμιευόσουν, αποταμιευόσουνα | |
3rd person | αποταμιεύεται | θα αποταμιεύεται | αποταμιευόταν, αποταμιευότανε | |
1st person | pl | αποταμιευόμαστε | θα αποταμιευόμαστε | αποταμιευόμασταν, αποταμιευόμαστε2 |
2nd person | αποταμιεύεστε, αποταμιευόσαστε1 | θα αποταμιεύεστε, αποταμιευόσαστε1 | αποταμιευόσασταν, αποταμιευόσαστε2 | |
3rd person | αποταμιεύονται | θα αποταμιεύονται | αποταμιεύονταν, αποταμιευόντανε, αποταμιευόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αποταμιευτώ | θα αποταμιευτώ | αποταμιεύτηκα |
2nd person | αποταμιευτείς | θα αποταμιευτείς | αποταμιεύτηκες | |
3rd person | αποταμιευτεί | θα αποταμιευτεί | αποταμιεύτηκε | |
1st person | pl | αποταμιευτούμε | θα αποταμιευτούμε | αποταμιευτήκαμε |
2nd person | αποταμιευτείτε | θα αποταμιευτείτε | αποταμιευτήκατε | |
3rd person | αποταμιευτούν, αποταμιευτούνε | θα αποταμιευτούν, θα αποταμιευτούνε | αποταμιεύτηκαν, αποταμιευτήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αποταμιέψου | |
2nd person | pl | —3 | αποταμιευτείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αποταμιευτεί, έχεις αποταμιευτεί έχει αποταμιευτεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αποταμιευτεί, θα έχεις αποταμιευτεί, θα έχει αποταμιευτεί, … | |||
Past perfect | είχα αποταμιευτεί, είχες αποταμιευτεί, είχε αποταμιευτεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||