Definify.com

Definition 2024


αποταμιεύομαι

αποταμιεύομαι

Greek

Verb

αποταμιεύομαι (apotamiévomai) (simple past αποταμιεύτηκα or αποταμιεύθηκα, active form αποταμιεύω, passive)

  1. passive of αποταμιεύω (apotamiévo)

Conjugation