Definify.com
Definition 2024
αποτελεσματικά
αποτελεσματικά
Greek
Adverb
αποτελεσματικά • (apotelesmatiká)
Related terms
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)
Adjective
αποτελεσματικά • (apotelesmatiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).