Definify.com
Definition 2024
αποτελεσματικός
αποτελεσματικός
Greek
Adjective
αποτελεσματικός • (apotelesmatikós) m (feminine αποτελεσματική, neuter αποτελεσματικό)
Declension
positive forms of αποτελεσματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικός | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
genitive | αποτελεσματικού | αποτελεσματικής | αποτελεσματικού | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών | αποτελεσματικών |
accusative | αποτελεσματικό | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικούς | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
vocative | αποτελεσματικέ | αποτελεσματική | αποτελεσματικό | αποτελεσματικοί | αποτελεσματικές | αποτελεσματικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτελεσματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτελεσματικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικότερος | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότεροι | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
genitive | αποτελεσματικότερου | αποτελεσματικότερης | αποτελεσματικότερου | αποτελεσματικότερων | αποτελεσματικότερων | αποτελεσματικότερων |
accusative | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότερους | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
vocative | αποτελεσματικότερε | αποτελεσματικότερη | αποτελεσματικότερο | αποτελεσματικότεροι | αποτελεσματικότερες | αποτελεσματικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποτελεσματικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικότατος | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατοι | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
genitive | αποτελεσματικότατου | αποτελεσματικότατης | αποτελεσματικότατου | αποτελεσματικότατων | αποτελεσματικότατων | αποτελεσματικότατων |
accusative | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατους | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
vocative | αποτελεσματικότατε | αποτελεσματικότατη | αποτελεσματικότατο | αποτελεσματικότατοι | αποτελεσματικότατες | αποτελεσματικότατα |
Related terms
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)