Definify.com
Definition 2025
αποτελεσματικό
αποτελεσματικό
Greek
Adjective
αποτελεσματικό • (apotelesmatikó)
- Accusative masculine singular form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).