Definify.com
Definition 2025
αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα
Greek
Noun
αποφασιστικότητα • (apofasistikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of αποφασιστικότητα (apofasistikótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | αποφασιστικότητα |
| genitive | αποφασιστικότητας |
| accusative | αποφασιστικότητα |
| vocative | αποφασιστικότητα |
Antonyms
- αναποφασιστικότητα f (anapofasistikótita, “indecisiveness”)