Definify.com
Definition 2024
αποχωρητήριο
αποχωρητήριο
Greek
Noun
αποχωρητήριο • (apochoritírio) n (plural αποχωρητήρια)
Declension
declension of αποχωρητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχωρητήριο | αποχωρητήρια |
genitive | αποχωρητηρίου | αποχωρητηρίων |
accusative | αποχωρητήριο | αποχωρητήρια |
vocative | αποχωρητήριο | αποχωρητήρια |
Synonyms
- see: τουαλέτα f (toualéta, “toilet, WC”)
Related terms
- αποχώρηση f (apochórisi, “withdrawal”)