Definify.com
Definition 2024
τουαλέτα
τουαλέτα
Greek
Noun
τουαλέτα • (toualéta) f (plural τουαλέτες)
- toilet, lavatory, wc (the room and the device in it)
- dressing table
- the process of washing yourself
- dress
Declension
declension of τουαλέτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τουαλέτα | τουαλέτες |
genitive | τουαλέτας | τουαλετών |
accusative | τουαλέτα | τουαλέτες |
vocative | τουαλέτα | τουαλέτες |
Synonyms
- αποχωρητήριο m (apochoritírio)
- απόπατος m (apópatos, “toilet (room), latrine”)
- λεκάνη f (lekáni, “toilet bowl”)
Related terms
- πού είναι η τουαλέτα; (poú eínai i toualéta?, “where is the toilet?”)
See also
- αποχωρητήριο n (apochoritírio)