Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
απόπατος
απόπατος
Greek
Noun
απόπατος
•
(
apópatos
)
m
(
plural
απόπατοι
)
toilet
(
room
)
,
latrine
(
figuratively
)
dirty
place
Declension
declension of
απόπατος
singular
plural
nominative
απόπατος
απόπατοι
genitive
απόπατου
απόπατων
accusative
απόπατο
απόπατους
vocative
απόπατε
απόπατοι
Synonyms
see:
τουαλέτα
f
(
toualéta
,
“
toilet, WC
”
)
Similar Results