Definify.com
Definition 2025
απόλυση
απόλυση
Greek
Noun
απόλυση • (apólysi) f (plural απολύσεις)
Declension
declension of απόλυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόλυση | απολύσεις |
genitive | απόλυσης / απολύσεως | απολύσεων |
accusative | απόλυση | απολύσεις |
vocative | απόλυση | απολύσεις |
Related terms
- προσωρινή απόλυση f (prosoriní apólysi, “temporary layoff”)