Definify.com
Definition 2024
προσωρινός
προσωρινός
Greek
Adjective
προσωρινός • (prosorinós) m (feminine προσωρινή, neuter προσωρινό)
Declension
positive forms of προσωρινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσωρινός | προσωρινή | προσωρινό | προσωρινοί | προσωρινές | προσωρινά |
genitive | προσωρινού | προσωρινής | προσωρινού | προσωρινών | προσωρινών | προσωρινών |
accusative | προσωρινό | προσωρινή | προσωρινό | προσωρινούς | προσωρινές | προσωρινά |
vocative | προσωρινέ | προσωρινή | προσωρινό | προσωρινοί | προσωρινές | προσωρινά |
Related terms
- προσωρινή απόλυση f (prosoriní apólysi, “temporary layoff”)