Definify.com
Definition 2024
απόλυτα
απόλυτα
Greek
Adverb
απόλυτα • (apólyta)
Synonyms
- εντελώς (entelós)
- απολύτως (apolýtos)
- τελείως (teleíos)
- ολότελα (olótela)
Etymology 2
Adjective
απόλυτα • (apólyta)
απόλυτα • (apólyta)
απόλυτα • (apólyta)