Definify.com

Definition 2024


εντελώς

εντελώς

Greek

Adverb

εντελώς (entelós)

  1. intensifier: all, completely, totally
    Ήταν εντελώς στην αγάπη.Ítan entelós stin agápi. ― She was completely in love.
    Εντελώς γυμνήEntelós gymní ― totally naked

Related terms

Synonyms

  • τελείως (teleíos)
  • ολότελα (olótela)
  • ολοκληρωτικά (oloklirotiká)
  • απόλυτα (apólyta)
  • πλήρως (plíros)