Definify.com

Definition 2024


απόφυση

απόφυση

Greek

Noun

απόφυση (apófysi) f (plural αποφύσεις)

  1. outgrowth, excrescence
  2. (anatomy) vermiform appendix
    σκωληκοειδής απόφυσηskolikoeidís apófysi ― appendix outgrowth

Declension