Definify.com
Definition 2024
απόφυση
απόφυση
Greek
Noun
απόφυση • (apófysi) f (plural αποφύσεις)
- outgrowth, excrescence
- (anatomy) vermiform appendix
- σκωληκοειδής απόφυση ― skolikoeidís apófysi ― appendix outgrowth
Declension
declension of απόφυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόφυση | αποφύσεις |
genitive | απόφυσης / αποφύσεως | αποφύσεων |
accusative | απόφυση | αποφύσεις |
vocative | απόφυση | αποφύσεις |