Definify.com
Definition 2024
αραβικός
αραβικός
Greek
Adjective
αραβικός • (aravikós) m (feminine αραβική, neuter αραβικό)
Declension
positive forms of αραβικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραβικός | αραβική | αραβικό | αραβικοί | αραβικές | αραβικά |
genitive | αραβικού | αραβικής | αραβικού | αραβικών | αραβικών | αραβικών |
accusative | αραβικό | αραβική | αραβικό | αραβικούς | αραβικές | αραβικά |
vocative | αραβικέ | αραβική | αραβικό | αραβικοί | αραβικές | αραβικά |
Related terms
- Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα n pl (Inoména Araviká Emiráta, “United Arab Emirates”)
- and see: Άραβας m (Áravas, “Arab”)