Definify.com
Definition 2025
αργυροτσικνιάς
αργυροτσικνιάς
Greek
Noun
αργυροτσικνιάς • (argyrotsikniás) m (plural αργυροτσικνιάδες)
Declension
declension of αργυροτσικνιάς
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αργυροτσικνιάς | αργυροτσικνιάδες |
| genitive | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδων |
| accusative | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδες |
| vocative | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδες |
Synonyms
- μεγάλος τσικνιάς m (megálos tsikniás)
Coodrinate terms
- τσικνιάς m (tsikniás, “egret”)