Definify.com
Definition 2024
μεγάλος_τσικνιάς
μεγάλος τσικνιάς
Greek
Noun
μεγάλος τσικνιάς • (megálos tsikniás) m (plural μεγάλοι τσικνιάδες)
- great egret (bird - Ardea alba)
Declension
Coordinate terms
- τσικνιάς m (tsikniás, “egret”)
μεγάλος τσικνιάς • (megálos tsikniás) m (plural μεγάλοι τσικνιάδες)