Definify.com
Definition 2024
μεγάλος
μεγάλος
Ancient Greek
Adjective
μεγάλος • (megálos)
- Singular masculine nominative poetic of μέγας.
References
- μεγάλος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «μεγάλος» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «μεγάλος» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
Greek
Etymology
From Ancient Greek μεγάλος (megálos).
Pronunciation
- IPA(key): /meˈɣalos/
- Hyphenation: με‧γά‧λος
Adjective
μεγάλος • (megálos) m (feminine μεγάλη, neuter μεγάλο)
- big, large, great (of greater than average size)
- Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις. ― Giagiá, ti megála dóntia pou écheis. ― Grandma, what big teeth you have.
- Η αδερφή μου έχει μεγάλη αδυναμία στα γλυκά. ― I aderfí mou échei megáli adynamía sta glyká. ― My sister is very fond of (lit:has a big weakness for) sweets.
- tall, high (of greater than average height)
- Έκοψαν τα μεγάλα δέντρα. ― Ékopsan ta megála déntra. ― They cut down the tall trees.
- big, great (of greater than average intensity)
- Στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη χαρά. ― Sto prósopó tou fainótan megáli chará. ― One could see great happiness on his face.
- Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το νέο της βιβλίο. ― Ypárchei megálo endiaféron gia to néo tis vivlío. ― There's a big interest in her new book.
- long (of greater than average length of time)
- Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες ενώ τον χειμώνα είναι μικρές. ― To kalokaíri oi méres eínai megáles enó ton cheimóna eínai mikrés. ― In the summer, the days are long while in the winter, they're short.
- adult, grown-up (having reached the adult age)
- Στο κύριο τραπέζι, κάθονται μόνο οι μεγάλοι. ― Sto kýrio trapézi, káthontai móno oi megáloi. ― Only the adults sit at the main table.
- old, elderly (having reached an advanced age)
- Ο πατέρας μου είναι μεγάλος άνθρωπος και δεν περπατάει καλά. ― O patéras mou eínai megálos ánthropos kai den perpatáei kalá. ― My father is an old man and doesn't walk very well.
- big, great (important, superior or famous)
- Αύριο είναι η μεγάλη μέρα. ― Ávrio eínai i megáli méra. ― Tomorrow is the big day.
- Η λίστα των μεγάλων Ελλήνων. ― I lísta ton megálon Ellínon. ― The list of great Greeks.
- Πέθανε χτες ο μεγάλος συγγραφέας. ― Péthane chtes o megálos syngraféas. ― The great author died yesterday.
- (typography, of letters) uppercase, capital
- Το όνομά μου να γράφει με μεγάλα γράμματα. ― To ónomá mou na gráfei me megála grámmata. ― My name is to be written in capital letters.
Declension
positive forms of μεγάλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγάλος | μεγάλη | μεγάλο | μεγάλοι | μεγάλες | μεγάλα |
genitive | μεγάλου | μεγάλης | μεγάλου | μεγάλων | μεγάλων | μεγάλων |
accusative | μεγάλο | μεγάλη | μεγάλο | μεγάλους | μεγάλες | μεγάλα |
vocative | μεγάλε | μεγάλη | μεγάλο | μεγάλοι | μεγάλες | μεγάλα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεγάλος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεγάλος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγαλύτερος | μεγαλύτερη | μεγαλύτερο | μεγαλύτεροι | μεγαλύτερες | μεγαλύτερα |
genitive | μεγαλύτερου | μεγαλύτερης | μεγαλύτερου | μεγαλύτερων | μεγαλύτερων | μεγαλύτερων |
accusative | μεγαλύτερο | μεγαλύτερη | μεγαλύτερο | μεγαλύτερους | μεγαλύτερες | μεγαλύτερα |
vocative | μεγαλύτερε | μεγαλύτερη | μεγαλύτερο | μεγαλύτεροι | μεγαλύτερες | μεγαλύτερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεγαλύτερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μέγιστος | μέγιστη | μέγιστο | μέγιστοι | μέγιστες | μέγιστα |
genitive | μέγιστου | μέγιστης | μέγιστου | μέγιστων | μέγιστων | μέγιστων |
accusative | μέγιστο | μέγιστη | μέγιστο | μέγιστους | μέγιστες | μέγιστα |
vocative | μέγιστε | μέγιστη | μέγιστο | μέγιστοι | μέγιστες | μέγιστα |
Derived terms
- μεγαλώνω (megalóno, “to grow, to grow up”)
- μεγαλοσύνη f (megalosýni, “greatness, generosity, magnanimity”)
- Μεγάλη Βρετανία f (Megáli Vretanía, “Great Britain”)
- Μεγάλη Εβδομάδα f (Megáli Evdomáda, “Holy Week”)
Synonyms
- (tall): ψηλός (psilós)
- (greater than average intensity): πολύς (polýs)
- (long-lasting): μακρύς (makrýs)
- (adult): ενήλικος (enílikos)
- (old, elderly): γέρικος (gérikos)
- (important, superior): εξαιρετικός (exairetikós), σπουδαίος (spoudaíos), υψηλός (ypsilós)