Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Αρμενικών
Αρμενικών
See also:
αρμένικων
and
αρμενικών
Greek
Noun
Αρμενικών
•
(
Armenikón
)
f
Genitive
plural
form of
Αρμενικά
(
Armeniká
)
.
αρμενικών
αρμενικών
See also:
αρμένικων
and
Αρμενικών
Greek
Noun
αρμενικών
•
(
armenikón
)
n
Genitive
form of
αρμενικά
(
armeniká
)
.
Similar Results