Definify.com
Definition 2024
αρσενικός
αρσενικός
Greek
Adjective
αρσενικός • (arsenikós) m (feminine αρσενική or αρσενικιά, neuter αρσενικό)
Declension
positive forms of αρσενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρσενικός | αρσενική / αρσενικιά | αρσενικό | αρσενικοί | αρσενικές | αρσενικά |
genitive | αρσενικού | αρσενικής / αρσενικιάς | αρσενικού | αρσενικών | αρσενικών | αρσενικών |
accusative | αρσενικό | αρσενική / αρσενικιά | αρσενικό | αρσενικούς | αρσενικές | αρσενικά |
vocative | αρσενικέ | αρσενική / αρσενικιά | αρσενικό | αρσενικοί | αρσενικές | αρσενικά |
Synonyms
- αρσ. (ars.) (abbreviation)
Coordinate terms
See also
- αρσενικό n (arsenikó, “arsenic”)
- ανδρικός (andrikós, “male, not effeminate”)