Definify.com
Definition 2025
αρσιβαρίστρια
αρσιβαρίστρια
Greek
Noun
αρσιβαρίστρια • (arsivarístria) f (plural αρσιβαρίστριες, masculine αρσιβαρίστας)
Declension
declension of αρσιβαρίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες | 
| genitive | αρσιβαρίστριας | αρσιβαριστριών | 
| accusative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες | 
| vocative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες | 
Related terms
- άρση βαρών n (ársi varón, “weightlifting”)