Definify.com
Definition 2024
αρχαιολογικός
αρχαιολογικός
Greek
Adjective
αρχαιολογικός • (archaiologikós) m (feminine αρχαιολογική, neuter αρχαιολογικό)
Declension
positive forms of αρχαιολογικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιολογικός | αρχαιολογική | αρχαιολογικό | αρχαιολογικοί | αρχαιολογικές | αρχαιολογικά |
genitive | αρχαιολογικού | αρχαιολογικής | αρχαιολογικού | αρχαιολογικών | αρχαιολογικών | αρχαιολογικών |
accusative | αρχαιολογικό | αρχαιολογική | αρχαιολογικό | αρχαιολογικούς | αρχαιολογικές | αρχαιολογικά |
vocative | αρχαιολογικέ | αρχαιολογική | αρχαιολογικό | αρχαιολογικοί | αρχαιολογικές | αρχαιολογικά |