Definify.com
Definition 2024
αρχαιότερο_επάγγελμα
αρχαιότερο επάγγελμα
Greek
Noun
αρχαιότερο επάγγελμα • (archaiótero epángelma) n
- (euphemistic) oldest profession (prostitution)
Declension
Synonyms
- αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου n (archaiótero epángelma tou kósmou, “oldest profession in the world”)
- and see: πορνεία f (porneía, “prostitute”)