Definify.com
Definition 2024
αρχείο
αρχείο
Greek
Noun
αρχείο • (archeío) n (plural αρχεία)
Declension
declension of αρχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχείο | αρχεία |
genitive | αρχείου | αρχείων |
accusative | αρχείο | αρχεία |
vocative | αρχείο | αρχεία |
Related terms
- αρχειοθετώ (archeiothetó, “to file, to archive”)
- αρχειοθήκη f (archeiothíki, “filing cabinet”)
- αρχειοφύλακας m (archeiofýlakas, “archivist”)
Synonyms
- (journal): ημερολόγιο n (imerológio, “diary, log”)