Definify.com
Definition 2024
ημερολόγιο
ημερολόγιο
Greek
Noun
ημερολόγιο • (imerológio) n
- calendar (system for calculating days of the year)
- σεληνιακό ημερολόγιο, Γρηγοριανό ημερολόγιο, κλπ (lunar calendar, Gregorian calendar, etc)
- calendar (wall chart showing months day-by-day)
- diary, journal (personal daily record of someone's life)
- ledger, journal(daily record of financial transactions)
- το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ (the diary of Anne Frank)
- (nautical) ship's log
Declension
declension of ημερολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερολόγιο | ημερολόγια |
genitive | ημερολογίου | ημερολογίων |
accusative | ημερολόγιο | ημερολόγια |
vocative | ημερολόγιο | ημερολόγια |
Related terms
- ημερολογιακός (imerologiakós, “calendrical”)