Definify.com
Definition 2024
ημερολογιακός
ημερολογιακός
Greek
Adjective
ημερολογιακός • (imerologiakós) m (feminine ημερολογιακή, neuter ημερολογιακό)
- calendrical, relating to calendars
Declension
positive forms of ημερολογιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ημερολογιακός | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακοί | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
genitive | ημερολογιακού | ημερολογιακής | ημερολογιακού | ημερολογιακών | ημερολογιακών | ημερολογιακών |
accusative | ημερολογιακό | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακούς | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
vocative | ημερολογιακέ | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακοί | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ημερολογιακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ημερολογιακός, etc.) |
Related terms
- ημερολόγιο n (imerológio, “calender”)