Definify.com
Definition 2024
ημερολόγια
ημερολόγια
Greek
Noun
ημερολόγια • (imerológia) n
- Nominative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
- Accusative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
- Vocative plural form of ημερολόγιο (imerológio).