Definify.com
Definition 2024
αρχισυντάκτης
αρχισυντάκτης
Greek
Noun
αρχισυντάκτης • (archisyntáktis) m (plural αρχισυντάκτες)
Declension
declension of αρχισυντάκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχισυντάκτης | αρχισυντάκτες |
genitive | αρχισυντάκτη | αρχισυντακτών |
accusative | αρχισυντάκτη | αρχισυντάκτες |
vocative | αρχισυντάκτη | αρχισυντάκτες |
Related terms
- συντάκτης m (syntáktis, “editor”)