Definify.com
Definition 2024
συντάκτης
συντάκτης
Greek
Noun
συντάκτης • (syntáktis) m (plural συντάκτες, feminine συντάκτρια)
Declension
declension of συντάκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντάκτης | συντάκτες |
genitive | συντάκτη | συντακτών |
accusative | συντάκτη | συντάκτες |
vocative | συντάκτη | συντάκτες |
Related terms
- αρχισυντάκτης m (archisyntáktis, “editor-in-chief”)
Synonyms
- ρεπόρτερ m, f (repórter)
- δημοσιογράφος m, f (dimosiográfos)