Definify.com
Definition 2024
αρχιχρονιά
αρχιχρονιά
Greek
Noun
αρχιχρονιά • (archichroniá) f
- New Year's Day (first day of a year)
- Traditional song, Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβάνια- Month's beginning and year's beginning
my tall rosemary
- Month's beginning and year's beginning
- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
- Traditional song, Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Declension
Declension of αρχιχρονιά (archichroniá)
singular | |
---|---|
nominative | αρχιχρονιά |
genitive | αρχιχρονιάς |
accusative | αρχιχρονιά |
vocative | αρχιχρονιά |
Synonyms
- Πρωτοχρονιά f (Protochroniá)
Related terms
- αρχιμηνιά f (archiminiá, “first day of the month”)