Definify.com

Definition 2024


ασθενής_πυρηνική_αλληλεπίδραση

ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση

Greek

Noun

ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση (asthenís pyrinikí allilepídrasi) f

  1. (physics) weak nuclear interaction

Synonyms

See also

  • Appendix:Greek fundamental interactions (physics)