Definify.com
Definition 2024
ασθενής_πυρηνική_δύναμη
ασθενής πυρηνική δύναμη
Greek
Noun
ασθενής πυρηνική δύναμη • (asthenís pyrinikí dýnami) f
Synonyms
- ασθενής δύναμη (asthenís dýnami), ασθενής αλληλεπίδραση (asthenís allilepídrasi), ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση (asthenís pyrinikí allilepídrasi)
See also
- (fundamental interactions) θεμελιώδης αλληλεπίδραση (themeliódis allilepídrasi), θεμελιώδης δύναμη (themeliódis dýnami); ασθενής αλληλεπίδραση/ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση, βαρυτική αλληλεπίδραση/βαρύτητα, ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση, ισχυρή αλληλεπίδραση/ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση (Category: el:Physics) [edit]