Definify.com

Definition 2024


ασπαραγινικού_οξέος

ασπαραγινικού οξέος

Greek

Noun

ασπαραγινικού οξέος (asparaginikoú oxéos) n

  1. Genitive singular form of ασπαρτικό οξύ (aspartikó oxý).